- γερουνδιακό
- τορηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας που τελειώνει σε -ndus, -nda, -ndum.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γερουνδιακό ή γερουνδίβο — (gerundivum). Ρηματικός τύπος της λατινικής που λήγει σε (e)ndus/–a/–um. Τα γ. της 3ης και της 4ης συζυγίας παλαιότερα έληγαν σε undus/–a/–um. Ορισμένα από αυτά παραμένουν σε χρήση. Στην ελληνική γλώσσα ονομάζεται δεύτερο θετικό και ως προς τη… … Dictionary of Greek